- εφθώ
- ἑφθῶ, -όω (Α) [ἑφθός]βράζω, μαγειρεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑφθῷ — ἑφθός boiled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕφθω — ἑφθόω roast pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑφθόω roast imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορύσσω — Α 1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.) 2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση κ (πρβλ.… … Dictionary of Greek